- συνδετικούς
- συνδετικόςbinding togethermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελαστίνη — Πρωτεΐνη (σκληροπρωτεΐνη) που βρίσκεται στους συνδετικούς ιστούς των διαφόρων ζώων, προσδίδοντάς τους ελαστικότητα. Περιέχει μεγάλα ποσά υδρόφοβων αμινοξέων, όπως γλυκίνη, προλίνη και λευκίνη. Σε υγρή κατάσταση μοιάζει με ελαστικό, ενώ σε ξηρή… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
φιλαρία — (wuchereria). Κοινή ονομασία νηματοειδών σκωλήκων, που ανήκουν στην ομάδα των νηματωδών, οι οποίοι παρασιτούν σε διάφορα σπονδυλωτά, ανάμεσα στα οποία και ο άνθρωπος. Η φ. η μπανκρόφτεια είναι είδος της τάξης των φιλαριοειδών, διαδεδομένη σε όλες … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek